Iωάννης Συκουτρής: Η ηρωική αντίληψις της ζωής

WALTER-CRANE-FREEDOM

Εδώ ακριβώς κείται η τραγικότης του ηρωικού ανθρώπου. Ριζωμένος είναι βαθύτατα εις το παρελθόν, τού οποίου είναι το εκλεκτότερον κάρπισμα·μέσα του συμπυκνώνει εις μοναδικόν βαθμόν εντάσεως το παρόν – και όμως αρνείται το παρόν και το μάχετ’ εν ονόματι του μέλλοντος, το οποίον ζη ο ίδιος προληπτικώς μόνον ως πραγματικότητα μέσα του. Και το μάχεται με τα όπλα και την ρώμην της ψυχής του, που είναι του παρόντος όπλα και ρώμη, το οποίον κατ’ αυτόν τον τρόπον χρησιμοποιεί ταυτοχρόνως και καταπολεμεί.

Κατ’ αυτόν τον τρόπον ζη ταυτοχρόνως ο ηρωικός άνθρωπος τον μεγαλύτερόν του πόνον και την μεγαλυτέραν του ελπίδα. Ζη την συντριβήν και τον πόνον του, αλλά ζη μαζί και την ηθικήν αναγκαιότητα του πόνου και του χαμού του. Κάτι περισ­σότερον: Ερωτεύεται την συντριβήν του, την χαίρετ’ εκ των προτέρων, αντλεί την ιλαρωτέραν του ακριβώς παρηγορίαν από την συντριβήν του.

Είναι το αλεξικέραυνον, που θα συγκεντρώση επάνω του (θα προσελκύση μάλλον εθε­λουσίως) όλας τας καταιγίδας και όλα τ’ άστροπελέκια, διά να προστατευθούν τα κατοικητήρια των ειρηνικών ανθρώπων. Αλ­λά θα το κάνη όχι από πνεύμ’ αλτρουισμού και εθελοθυσίας υπέρ των άλλων. Εις την ετοιμότητα του κινδύνου τον σύρει με ακαταμάχητον έλξιν η αισθητική, θα έλεγα, γοητεία του κινδύνου, η συναίσθησις ότ’ είναι προνόμιον των εκλεκτών (όχι καθήκον ή πράξις φιλανθρωπίας) να συντρίβωνται υπέρ των άλλων, υπό των άλλων – το πολυτιμότερον προνόμιον!

Αλλ’ ο ηρωικός άνθρωπος δεν δείχνεται εις την συντριβήν του μόνον, ή και εις την ετοιμότητα έστω προς συντριβήν. Ειδεμή, η ηρωική αντίληψις θα ήτο ιδεώδες θανάτου μόνον, όχι μορφή ζωής – και τι ζωής! Ο ηρωικός άνθρωπος, και μόνος αυ­τός, ζη έντονα και πλούσια ολόκληρον την ζωήν. Αλλά το να ζήση έντονα δεν σημαίνει δι’ αυτόν ό,τι συνήθως νοούμεν με την έκφρασιν αυτήν: να δοκιμάζη άφθονα και δυνατά τας απολαύσεις και τας ηδονάς της Ζωής.

Δεν τας αγνοεί βέβαια τας απολαύσεις της Ζωής ο ηρωικός άνθρωπος αλλά τας δοκιμάζει τόσον, όσον χρειάζεται να τας ξεπεράση, τας γνωρίζει τόσον, ώστε να εννοή, ότι κατά βάθος παραλύουν μάλλον την δύναμιν του ανθρώπου, και ας τού χαρίζουν την ψευδαισθησίαν της εντατικότητος και της πλησμο­νής. Έπειτα, τας απολαύσεις αναζητεί εκείνος που ζητεί να πάρη από την Ζωήν, όχι εκείνος που έχει να της δώση – και σε πλουτίζει όχι το να παίρνης αλλά το να δίδης.

Η έντονος αυτή ζωή είναι κατ’ ανάγκην πολυμερής, τόσον πολυμερής, ώστε να την ευρίσκουν πολυπράγμονα όσοι μετρούν τον πλούτον των εκλεκτών φύσεων με την πενίαν της ιδικής των, όσους δεν αφήνει ο φθόνος ν’ αναγνωρίσουν εις ένα σύγχρονόν των τον όλβον των αγαθών, που δεν έχουν εκείνοι. Ο ηρωικός άνθρωπος χαίρεται πολλάς μορφάς ζωής συγ­χρόνως, και τας χαίρεται όχι εξωτερικώς, σαν αισθητικόν θέαμα ή διά να ικανοποιήση την περιέργειάν του. Μέσα του ζη όλας αυτάς τας μορφάς της Ζωής, τας αφομοιώνει μέσα του, και τας αποδίδει με τον προσωπικον του τρόπον. Η ψυχή του ομοιάζει μ’ ένα έδαφος λιπαρόν και βαθύ, εις το οποίον κάθε σπόρος άνετα θ’ ανθοβολήση και θα καρπίση. Έτσι μεταμορφώνεται, χωρίς να χάνη τον εαυτόν του. Ζη ταυτοχρόνως με πολλούς, όπως ο τραγικός ποιητής ο μεγαλοφυής, που ζη μέσ’ απ’ όλα του τα πρόσωπα, και όμως παραμένει ο ίδιος και ως ύπαρξις και ως διάνοια. Και δεν ζη μόνον πολλάς μορφάς Ζωής· συγκλονισμούς συγκλονίζεται πολλούς, συντριμμούς συντρίβε­ται πολλούς, μυρίους θανάτους αποθνήσκει.

Αλλ’ ο ηρωικός άνθρωπος δεν ομοιάζει με τους καλούς και φρονίμους αμαξάδες, οι οποίοι οδηγούν το αμαξάκι των «βραδέως αλλ’ ασφαλώς» από τους δρόμους τους στρωτούς και τους ήσύχους προς το τέρμα, που άλλοι καθώρισαν. Με τον ηνίοχον ομοιάζει, που κυβερνά τέσσαρα, οκτώ ίσως θυμοειδή άλογα – και το καθένα των σπεύδει ασυγκράτητον προς αυτοβούλους κατευθύνσεις. Τα κυβερνά με δυνατό χέρι, χωρίς όμως και να εξουδετερώνη εκείνων την ορμητικότητα και την επαναστατι­κότητα. Ειδεμή, τι θέλγητρον θα είχε δι’ αυτόν η ηνιοχεία; Το «βραδέως αλλ’ ασφαλώς» δεν το ξέρει· λογαριάζει και τας πτώ­σεις, διότι μόνον όπου υπάρχουν πτώσεις δίδετ’ ευκαιρία και ανυψώσεων.

Πράγματι ο πόλεμος και ο κίνδυνος είναι το στοιχείον του, η απαραίτητος τροφή του. Ο πόλεμος λέγω και η νίκη, όχ’ η επιτυχία. Η επιτυχία δεν είναι πάντοτε νίκη· είναι νίκη εξωτερική, εξωτερικός πλουτισμός εις επιτεύγματα και κέρδη – να σαν τα ρεκόρ συγχρόνου αθλητού, που μετρούνται με δευτερόλεπτα και υφεκατοστόμετρα. Αλλ’ ο ηρωικός ζητεί την νίκην εκείνου που χαίρεται το ότι επολέμησε, το ότι εκινδύνευσε, το ότι αντέστη την νίκην ως ευκαιρίαν μόνον να ζήση έντόνους και αγωνιώδεις στιγμάς. Και παρομοία νίκη συνυπάρχει κάλλιστα με την αποτυχίαν εις τους αντικειμενικούς σκοπούς, καθώς η αποτυχία των 300 εις τας Θερμοπύλας…

Αν επίστευεν ολι­γώτερον εις της Μοίρας την σοφίαν, θα ήτον άπαισιόδοξος. Αλλ’ επιτυχία σημαίνει πραγματοποίησις σκοπού, που ευρίσκετ’ έξω μας, και εκείνος έχει μέσα του τον σκοπόν και το νόημα της υπάρξεώς του. Απέναντι αυτού τίποτε δεν μετρεί, ούτ’ ή ζωή του ούτ’ η ευτυχία του. Και τι μεγαλύτερον θα ημπορούσεν η επιτυχία να τού προσφέρη;

. Έχει την αφροσύνην του παιδιού, που στερείται την πολυύμνητον αυτήν πείραν της πραγματικότητας, η οποία είναι κατά βάθος όκνος και ολιγοπιστία. Ενώ το παιδί είναι παιδί, ακριβώς διότι πιστεύει, διότ’ ημπορεί ακόμη να πιστεύη, ανεπιφύλακτα. Ο ηρωικός άνθρωπος είν’ ο αιωνίως νέος – τι να την κάνη την φρόνησιν; Είναι διά τους πεζούς και τους νοικοκυραίους, που βαδίζουν ήσυ­χα και ομαλά τον δρόμον της ζωής των. Εκείνος όμως δεν βαδίζει· χορεύει.

Οι πολλοί καμαρώνουν δι’ όσους κινδύνους απέφυγαν, όχι δι’ όσους υπεβλήθησαν·περιγράφουν τας έπιτυχίας, που επραγματοποίησαν, και υπερηφανεύονται διά την εξυπνάδα των. Αλλά διά τον ηρωικόν άνθρωπον, το εί­δαμεν: η επιτυχία δεν αποτελεί ούτε κριτήριον ούτε ιδεώδες· ιδεώδες του και κριτήριον: να ζήση δυνατός και ωραίος. Και είναι γενναιότερον και ωραιότερον ν’ αδικηθής παρά ν’ αδικήσης, να εξαπατηθής παρά να εξαπατήσης.

Άλλωστε προς τι να εξαπατήση; Εξαπατούν οι ετεροκεν­τρικοί, αυτοί που ασχολούνται διαρκώς με τούς άλλους, διά να τούς αντιγράφουν ή να τούς φθονούν ή και τα δύο μαζί. Ο ηρωικός όμως άποτελεϊ ο ίδιος κέντρον του εαυτού του, ελεύθερος εις την απομόνωσίν του, αριστοκρατικός με την απόστασιν εις την οποίαν κρατεί τούς άλλους, απτόητος με το θάρρος της προσωπικής του γνώμης και της προσωπικής του ευθύνης, υπερήφανος μέσα εις το άβατον τέμενος της μο­ναξιάς του. Δι’ αυτό δεν καταδέχεται να φθονή, μήτε να παρα­βγαίνη με τούς άλλους· δεν χρειάζεται να βεβαιώνη εις τον εαυτόν του μ’ αυτό το μέσον, με την εξωτερικήν αναγνώρισίν του δηλαδή, την υπεροχήν του.

Έτσι, και όταν υπερασπίζη τας απόψεις του, δεν το κάνει διά να τας επιβάλη· αλλά διά να μείνη οποίος είναι. Και ακρι­βώς το να είναι οποίος είναι, αποτελεί εις τα μάτια των άλλων πολλάκις, αυτό και μόνον, πολεμικήν. Η ύπαρξίς του και μόνη εξεγείρει το μίσος· αρκεί να περιγράφη απλώς πώς είναι, και προκαλεί αντιπάθειαν· τόσον μεγάλον μέρος από το μέλλον αντιπροσωπεύει! Διότι το μέλλον είναι σκοτεινόν, και είν’ ολίγοι που δεν φοβούνται το σκοτάδι, οι πολλοί το φοβούνται, και ο φόβος των παίρνει πολλάκις την μορφήν αντιπαθείας.

Και όμως σπείρει άφθονα τα γεννήματα του νου του. Τα σπείρει, διότι δεν ημπορεί να κάνη διαφορετικά· όπως το δέν­τρον που τινάζει τούς καρπούς του σαν ωριμάσουν, είτ’ ευρί­σκοντ’ αποκάτω είτε όχι αυτοί που θα τούς είναι χρήσιμοι. Έ­τσι και ο ηρωικός άνθρωπος: διδάσκει, παρασυρόμενος από την πίστιν του· ομιλεί περί αυτής, υποκύπτων εις την εσωτερικήν ορμήν ν’ ανακοινώση – όχι ν’ ανακοινώση· να τραγουδήση μάλλον, την χαράν του και τους θησαυρούς του – να φωνάξη την αγάπην του, και διαβεβαιώνει κάθε φοράν το αγαπημένον του πρόσωπον πόσον τ’ αγαπά, όχι διά να το πείση ούτε διότι φαν­τάζεται πως αμφιβάλλει, αλλά μόνον διότι ευχαριστείται ο ίδιος κάθε φοράν να τ’ ακούη. Έτσι και ο ηρωικός άνθρωπος: είτε προφορικώς αναπτύσσει προς ένα κοινόν, είτε γράφει, κατά βάθος είν’ ο ίδιος ακροατής και αναγνώστης του εαυτού του. Ομιλεί ενώπιον των άλλων, διά ν’ ακούση ο ίδιος την φωνήν του δυνατώτερα, διαυγέστερα, συνειδητότερα.

Υπερήφανος είναι, όχι εγωιστής. Δι’ αυτό σπαταλά τον εαυτόν του. Η ευτυχία του είναι να δαπανά, ακριβέστε­ρον ακόμη: να δαπανάται. Ανεξάντλητος όπως είναι, δεν ξέρει αριθμητικήν. Είναι τόσον πλούσιος, ώστε θ’ αναπλη­ρώση εύκολα (το ξέρει) κάθε ζημίαν· προς τι λοιπόν να την υπο­λογίζη; Υπολογίζει ο πτωχός· ο πλούσιος κλείνει τα μάτια, απλώνει το χέρι, και σκορπά … Όσα και να σκορπήση, πάντοτ’ εκ του περισσεύματος θα είναι.

Εκ του περισσεύματος αντλεί και η μεγαλοδωρία του ηρωικού ανθρώπου. Αφρόντιστα και αδίστακτα σπαταλά τα πλούτη του, την δραστηριότητά του, την υγείαν του, την ρωμαλεότητα της ψυχής και του νου του. Σκορπά την αγάπην του χωρίς ανταλλάγματα, έτοιμος να πληρώση εκείνους που θα θελήσουν να την δεχθούν. Σκορπά τας συγκινήσεις, τους ενθουσιασμούς και την φλόγα, τα κάλλη και τα ρίγη της ψυχής του και είναι τόσον πολλά τα πολύτιμ’ αυτά πετράδια, ώστε ο πτωχός και ο κακός υποπτεύουν πως θα πρέπει κίβδηλα να είναι· ειδεμή, θα τα εμοίραζεν έτσι, τόσον αμέριμνα, τόσον αλύπητα; Σκορπά του νου του τα γεννήματα, που είναι δι’ αυτόν βιώματα ψυχής, χωρίς να κατοχυρώνη συγγραφικώς την πατρότητά των, να έτσι σαν τον ήλιον που ακτινοβολεί παντού το φως του. Και ο ήλιος δεν έχει μετρητήν του φωτός· έχουν αι ηλεκτρικαί εταιρείαι μόνον.

Και είν’ η χαρά του να σκορπά: όλα τ’ αγαθά της γης τα εκτιμά όχι ως κτήματα, αλλ’ ως χρήματα (με την αρχαίαν σημασίαν της λέξεως εκ του χρώμαι), ως δαπανήματα δηλαδή. Ή μάλλον πιστεύει πως αγαθά δεν είναι· γίνονται αγαθά, αφ’ ης στιγμής και εφ’ όσον δαπανώνται.

Εις την εργασίαν καθυποβάλλεται με ανεπιφύλακτον προ­θυμίαν. Την δέχεται αυτονόητα και χαρωπά, αφού είναι κάτι βαρύ και δύσκολον, αφού ζωή σημαίνει δι’ αυτόν δράσις και κά­ματος. Εργάζεται από την επιθυμίαν να χρησιμοποιή τας δυνά­μεις του σώματος και της ψυχής εις έργα δύσκολα, εργάζετ’ αισθητικώς, καθώς ένας αθλητής.

Το ίδιον και εις την πνευματικήν του εργασίαν: Δεν μελετά διά να γράψη ένα βιβλίον – η σκέψις είναι δι’ αυτόν κάτι που το ζη, όχι κάτι που το γράφει – ή διά να επιτύχη εν αξίωμα. Μέσα του θέλει να πλουτίση, να πλουτίση ακόμη με την χαράν που δί­δει ένα δύσκολον ζήτημα. Προχείρως έτσι σκορπά ένα πλήθος προσωπικών στοχασμών (προσωπικών και όταν έχη απ’ άλλους λάβει την αφετηρίαν της σκέψεως), που ένας άλλος θα επροφύλασσε ζηλοτύπως. Μα ο ηρωικός άνθρωπος αγνοεί την ζηλοτυ­πίαν.

Βαδίζει προς τον θάνατον όχι διά ν’ αναπαυθή, όχι διότι εβαρέθηκε την ζωήν, όχι διότι εδειλίασεν ενώπιον αυτής, όχι από μαρασμόν και εξάντλησιν των δυνάμεών του. Ο ηρωικός άνθρωπος δεν υφίσταται τον θάνατον. Είναι η τελευταία πράξις, με την οποίαν επισφραγίζει όλας του τας άλλας πράξεις. Τούς δίδει αυτή το νόημα· διότι και η Ζωή όλη είναι μία διαρκής αρχή.

Αν θέλης να γεννηθής και πότε θέλεις να γεννηθής, δεν εξαρτάτ’ από την συγκατάθεσίν σου·το να φύγης όμως από την Ζωήν και πότε να φύγης, αυτό αφήκεν ο Θεός εις την ιδικήν σου, την υπεύθυνον διαγνώμην. Και είναι βαρεία και δύσκολος αυτή η ευθύνη – διά τούτο και η ορμή προς αυτοσυντηρησίαν είναι τόσον ισχυρά.

Αλλ’ εκούσιος ή ακούσιος ο θάνατος του ήρωος, είναι πάντοτε μία έκρηξις ηφαιστείου. Να έτσι εξαφνικά σπα το δοχείον της ζωής του, συντρίβεται και συντρίβει όλα γύρω του, φλέγεται και φλέγει, φωτίζεται και φωτίζει – και τρομάζουν οι δειλοί και ταπεινοί και φθονεροί.

Διαβάστε περισσότερα: http://www.xryshaygh.com/index.php/enimerosi/view/h-hrwikh-antilhpsis-ths-zwhs#ixzz3FAb7i73D

Σχολιάστε